λογογραφικός

λογογραφικός
λογογρᾰφ-ικός, ή, όν,
A of or for writing speeches or prose, ἀνάγκη λ. inevitable rules for composition, Pl. Phdr.264b; -κή (sc. τέχνη) Id. ap. Poll.2.121;

ἡ λ. ἰδέα Ammon. in Int.4.30

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογογραφικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφικός — ή, ό ο λογοτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογογραφικόν — λογογραφικός of masc acc sg λογογραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικαῖς — λογογραφικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικοῖς — λογογραφικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῆς — λογογραφικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφική — λογογραφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικήν — λογογραφικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῶς — λογογραφικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῷ — λογογραφικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”